ἰαμβεῖος — iambic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβεῖον — ἰαμβεῖος iambic masc/fem acc sg ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβεῖα — ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβεῖοι — ἰαμβεῖος iambic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβεῖ' — ἰαμβεῖα , ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc pl ἰαμβεῖε , ἰαμβεῖος iambic masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… … Dictionary of Greek
μακροϊαμβείον — μακροϊαμβεῑον, τὸ (Α) μεγάλος, πολυσύλλαβος ιαμβικός στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἰαμβεῖον (< ἰαμβεῖος < ἴαμβος)] … Dictionary of Greek
ἰαμβείοις — ἰαμβεί̱οις , ἰαμβεῖος iambic masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβείοισι — ἰαμβεί̱οισι , ἰαμβεῖος iambic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)